- προπαρέχω
- Α1. παρέχω, προσφέρω προκαταβολικά2. παρουσιάζω κάτι για πρώτη φορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπαράσχεσθε — προπαρέχω offer before aor imperat mid 2nd pl προπαρέχω offer before aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπάρεχε — προπαρέχω offer before pres imperat act 2nd sg προπαρέχω offer before imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρασχεῖν — προπαρέχω offer before aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρασχομένοις — προπαρέχω offer before aor part mid masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρασχών — προπαρέχω offer before aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρεσχηκώς — προπαρέχω offer before perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρεῖχε — προπαρέχω offer before imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek